- παρεμπόρευμα
- παρεμπόρ-ευμα, ατος, τό, in pl.,A merchandise of small value, small gains, Hsch. s.v. ῥωπικά.II metaph., appendix, = πάρεργον, Luc. Dem.Enc.10,22, M.Ant.3.12, etc.2 by-product,
π. τῆς εἰσπνοῆς ἡ τῶν ὀσμῶν γίγνεται διάγνωσις Gal.UP8.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.