παρεμπόρευμα

παρεμπόρευμα
παρεμπόρ-ευμα, ατος, τό, in pl.,
A merchandise of small value, small gains, Hsch. s.v. ῥωπικά.
II metaph., appendix, = πάρεργον, Luc. Dem.Enc.10,22, M.Ant.3.12, etc.
2 by-product,

π. τῆς εἰσπνοῆς ἡ τῶν ὀσμῶν γίγνεται διάγνωσις Gal.UP8.7

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεμπόρευμα — merchandise of small value neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπόρευμα — εύματος, το, ΝΑ [παρεμπορεύομαι] νεοελλ. ναυτ. μικρής ποσότητας και αξίας εμπόρευμα, το οποίο μεταφέρεται με τη φροντίδα αξιωματικών ή ανδρών τού πληρώματος, χωρίς να καταβληθεί ναύλος ή να γίνει σχετική εγγραφή και το οποίο αποτελεί πηγή άδηλων… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπορεύματα — παρεμπόρευμα merchandise of small value neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”